υγιόπους: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(42)
(No difference)

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ποδος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός του οποίου τα πόδια βρίσκονται σε καλή φυσική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ὠκύ-πους].