συνθηκοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(6_15) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνθηκοφύλαξ''': ὁ, τὰς συνθήκας φυλάσσων, [[μάρτυς]] συνθηκῶν, Σχόλ. Ἰλ. Ψ. 486. | |lstext='''συνθηκοφύλαξ''': ὁ, τὰς συνθήκας φυλάσσων, [[μάρτυς]] συνθηκῶν, Σχόλ. Ἰλ. Ψ. 486. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ακος, ὁ, A<br />ο [[φύλακας]] τών συνθηκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνθήκη]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>χρηματο</i>-[[φύλαξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A guarantor of a covenant, Sch.Il.23.486, Sch.A.R.4.1558; = sequester, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
συνθηκοφύλαξ: ὁ, τὰς συνθήκας φυλάσσων, μάρτυς συνθηκῶν, Σχόλ. Ἰλ. Ψ. 486.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, A
ο φύλακας τών συνθηκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνθήκη + φύλαξ (πρβλ. χρηματο-φύλαξ)].