ταγηνοκνισοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_19)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰγηνοκνῑσοθήρας''': -ου, ὁ θηρεύων τὴν κνῖσαν τῶν τηγανιζομένων, ἐπὶ παρασίτου, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 4· ἀμφισβητεῖται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 627 κἑξ., ἀλλ’ ὅρα Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''τᾰγηνοκνῑσοθήρας''': -ου, ὁ θηρεύων τὴν κνῖσαν τῶν τηγανιζομένων, ἐπὶ παρασίτου, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 4· ἀμφισβητεῖται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 627 κἑξ., ἀλλ’ ὅρα Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(για [[παράσιτο]]) αυτός που του αρέσει να μυρίζει, να αναπνέει την [[τσίκνα]] τηγανισμένων φαγητών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. <span style="color: red;"><</span> [[τάγηνον]] «[[τηγάνι]]» <span style="color: red;">+</span> [[κνίσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰγηνοκνῑσοθήρας Medium diacritics: ταγηνοκνισοθήρας Low diacritics: ταγηνοκνισοθήρας Capitals: ΤΑΓΗΝΟΚΝΙΣΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: tagēnoknisothḗras Transliteration B: tagēnoknisothēras Transliteration C: taginoknisothiras Beta Code: taghnoknisoqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A frying-pan-sniffer, Eup.172.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰγηνοκνῑσοθήρας: -ου, ὁ θηρεύων τὴν κνῖσαν τῶν τηγανιζομένων, ἐπὶ παρασίτου, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 4· ἀμφισβητεῖται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 627 κἑξ., ἀλλ’ ὅρα Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(για παράσιτο) αυτός που του αρέσει να μυρίζει, να αναπνέει την τσίκνα τηγανισμένων φαγητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. < τάγηνον «τηγάνι» + κνίσα + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»)].