σφυρωτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(6_12)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφῠρωτήρ''': ῆρος, ὁ, ἴδε ἐν Λέξ. [[σφαιρωτήρ]], Ἑβδ. (Γεν. ΙΔ΄, 23).
|lstext='''σφῠρωτήρ''': ῆρος, ὁ, ἴδε ἐν Λέξ. [[σφαιρωτήρ]], Ἑβδ. (Γεν. ΙΔ΄, 23).
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />δερμάτινο [[κορδόνι]] υποδήματος ή, κατ' άλλους, [[είδος]] [[υποδημάτων]] τα οποία έδεναν [[γύρω]] από τα σφυρά ιμάντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>σφυροῦμαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>. Ο τ. πιθ. [[πρέπει]] να διορθωθεί σε [[σφαιρωτήρ]]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφῠρωτήρ Medium diacritics: σφυρωτήρ Low diacritics: σφυρωτήρ Capitals: ΣΦΥΡΩΤΗΡ
Transliteration A: sphyrōtḗr Transliteration B: sphyrōtēr Transliteration C: sfyrotir Beta Code: sfurwth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A leather thong, shoe-latchet, LXX Ge.14.23 cod. Vat. (σφαιρ- cett.): ἀπὸ τοῦ σφυρὰ τηρεῖν acc. to Jo.Chr. ap. Phot. Bibl.p.510B.

German (Pape)

[Seite 1053] ῆρος, f. L. für σφαιρωτήρ, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σφῠρωτήρ: ῆρος, ὁ, ἴδε ἐν Λέξ. σφαιρωτήρ, Ἑβδ. (Γεν. ΙΔ΄, 23).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
δερμάτινο κορδόνι υποδήματος ή, κατ' άλλους, είδος υποδημάτων τα οποία έδεναν γύρω από τα σφυρά ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σφυροῦμαι (< σφυρόν) + επίθημα -τήρ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε σφαιρωτήρ].