τανταλεία: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταντᾰλεία''': ἡ, ἡμαρτημ. γραφὴ παρὰ Πλάτ. ἀντὶ [[ταλαντεία]], ὃ ἴδε. | |lstext='''ταντᾰλεία''': ἡ, ἡμαρτημ. γραφὴ παρὰ Πλάτ. ἀντὶ [[ταλαντεία]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ταλαντεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A v. ταλαντεία.
German (Pape)
[Seite 1067] ἡ, das Aufhängen in der Schwebe, Erhalten, s. ταλαντεία.
Greek (Liddell-Scott)
ταντᾰλεία: ἡ, ἡμαρτημ. γραφὴ παρὰ Πλάτ. ἀντὶ ταλαντεία, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. ταλαντεία.