τήρημα: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6_21) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τήρημα''': τό, [[παρατήρησις]], ἐν τῇ γραμματικῇ, κατὰ τὸ προειρημένον [[τήρημα]] Ἀπολλών. π. Συντάξ. 143. | |lstext='''τήρημα''': τό, [[παρατήρησις]], ἐν τῇ γραμματικῇ, κατὰ τὸ προειρημένον [[τήρημα]] Ἀπολλών. π. Συντάξ. 143. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [<i>τηρῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> [[παρατήρηση]], [[σημείωση]]<br /><b>2.</b> [[διατήρηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A observation, in Grammar, A.D.Synt.143.4; preservation, σεμνώματος IG22.1099.34 (Epist. Plotinae, ii A.D.), cf. Riv.Ist.Arch.3.40 (Latos).
Greek (Liddell-Scott)
τήρημα: τό, παρατήρησις, ἐν τῇ γραμματικῇ, κατὰ τὸ προειρημένον τήρημα Ἀπολλών. π. Συντάξ. 143.
Greek Monolingual
τὸ, Α [τηρῶ (Ι)]
1. παρατήρηση, σημείωση
2. διατήρηση.