τοιχίδιον: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
(6_22)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοιχίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τοῖχος]], Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 612, 5, Εὐστ. εἰς Ὀδ. 1959, 41, κλπ., πρβλ. [[τοιχάριον]].
|lstext='''τοιχίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τοῖχος]], Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 612, 5, Εὐστ. εἰς Ὀδ. 1959, 41, κλπ., πρβλ. [[τοιχάριον]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[τοῑχος]]<br />υποκορ. του [[τοίχος]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιχίδιον Medium diacritics: τοιχίδιον Low diacritics: τοιχίδιον Capitals: ΤΟΙΧΙΔΙΟΝ
Transliteration A: toichídion Transliteration B: toichidion Transliteration C: toichidion Beta Code: toixi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of τοῖχος, Anon.Prog.ap.Rh.1.642 W.

German (Pape)

[Seite 1125] τό, = τοιχίον, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

τοιχίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τοῖχος, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 612, 5, Εὐστ. εἰς Ὀδ. 1959, 41, κλπ., πρβλ. τοιχάριον.

Greek Monolingual

τὸ, Α τοῑχος
υποκορ. του τοίχος.