τρισέγγονος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
(6_14)
 
(42)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισέγγονος''': ὁ, [[ἔγγονος]] πέμπτου βαθμοῦ, Λατιν. trinepos, Θεόφιλ. Ἀντικένσ. 3. 6, 6· οὕτω τρισεγγόνη, ἡ, ὁ αὐτ. 3. 6, 6.
|lstext='''τρισέγγονος''': ὁ, [[ἔγγονος]] πέμπτου βαθμοῦ, Λατιν. trinepos, Θεόφιλ. Ἀντικένσ. 3. 6, 6· οὕτω τρισεγγόνη, ἡ, ὁ αὐτ. 3. 6, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-[[εγγονή]], -ο / [[τρισέγγονος]], -ον, ΝΜ, και τ. θηλ. τρισέγγονα και τ. ουδ. [[τρισεγγόνι]], Ν<br />το [[παιδί]] του δισέγγονου σε [[σχέση]] με τον [[πατέρα]] του παππού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔγγονος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρισέγγονος: ὁ, ἔγγονος πέμπτου βαθμοῦ, Λατιν. trinepos, Θεόφιλ. Ἀντικένσ. 3. 6, 6· οὕτω τρισεγγόνη, ἡ, ὁ αὐτ. 3. 6, 6.

Greek Monolingual

-εγγονή, -ο / τρισέγγονος, -ον, ΝΜ, και τ. θηλ. τρισέγγονα και τ. ουδ. τρισεγγόνι, Ν
το παιδί του δισέγγονου σε σχέση με τον πατέρα του παππού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ-/τρι- + ἔγγονος.