τρισευγενής: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(6_8)
 
(42)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισευγενής''': -ές, τρὶς [[εὐγενής]], [[πάνυ]] [[εὐγενής]], εὐγενέστατος, Κ. Μανασσ. Χρον. 4976.
|lstext='''τρισευγενής''': -ές, τρὶς [[εὐγενής]], [[πάνυ]] [[εὐγενής]], εὐγενέστατος, Κ. Μανασσ. Χρον. 4976.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Μ<br />ευγενέστατος, με [[πάρα]] πολύ ευγενή [[καταγωγή]], με πολύ ανώτερη [[γενιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εὐγενής]].
}}
}}

Latest revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρισευγενής: -ές, τρὶς εὐγενής, πάνυ εὐγενής, εὐγενέστατος, Κ. Μανασσ. Χρον. 4976.

Greek Monolingual

-ές, Μ
ευγενέστατος, με πάρα πολύ ευγενή καταγωγή, με πολύ ανώτερη γενιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐγενής.