τυμπανώδης: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_8) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυμπᾰνώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[τυμπανοειδής]], Σωραν. περὶ Γυνακ. Παθ. 273Α, 287D. | |lstext='''τυμπᾰνώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[τυμπανοειδής]], Σωραν. περὶ Γυνακ. Παθ. 273Α, 287D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[τύμπανον]]<br />[[τυμπανοειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A drum-like, as of a drum, ἦχος Sor.2.31,37; v. τυμπανοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπᾰνώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τυμπανοειδής, Σωραν. περὶ Γυνακ. Παθ. 273Α, 287D.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α τύμπανον
τυμπανοειδής.