ὑδερικός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(6_10)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδερικός''': -ή, -όν, ([[ὕδερος]]) [[ὑδρωπικός]], [[διάθεσις]] Γαλην.· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ [[ὑδερικός]], ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ροῦφ. σ. 51, Ὀρειβάσ. 271, ἔκδ. Matth.
|lstext='''ὑδερικός''': -ή, -όν, ([[ὕδερος]]) [[ὑδρωπικός]], [[διάθεσις]] Γαλην.· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ [[ὑδερικός]], ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ροῦφ. σ. 51, Ὀρειβάσ. 271, ἔκδ. Matth.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὕδερος]]<br /><b>1.</b> [[υδρωπικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑδερικός]]<br />αυτός που πάσχει από ὕδερο.
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδερικός Medium diacritics: ὑδερικός Low diacritics: υδερικός Capitals: ΥΔΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: hyderikós Transliteration B: hyderikos Transliteration C: yderikos Beta Code: u(deriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A dropsical, διάθεσις Gal.8.380. Adv. -κῶς Id.15.167:—as Subst., ὁ ὑ. dropsical patient, Ruf. ap. Orib.7.26.129, Orib.9.42.1.

German (Pape)

[Seite 1172] wassersüchtig, ὑδερικὸν ἀῤῥώστημα, Wassersucht, Plut. Ant. 49.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδερικός: -ή, -όν, (ὕδερος) ὑδρωπικός, διάθεσις Γαλην.· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ ὑδερικός, ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ροῦφ. σ. 51, Ὀρειβάσ. 271, ἔκδ. Matth.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὕδερος
1. υδρωπικός
2. το αρσ. ως ουσ. ὑδερικός
αυτός που πάσχει από ὕδερο.