ὑμνολογία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(a)
(43)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1179.png Seite 1179]] ἡ, Lobgesang, Chrysost.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1179.png Seite 1179]] ἡ, Lobgesang, Chrysost.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ὑμνολογία]], ΝΜΑ [[ὑμνολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εγκωμιασμός]] με ύμνους<br /><b>2.</b> [[μελέτη]] που ασχολείται με τους εκκλησιαστικούς ύμνους<br /><b>3.</b> [[δοξολογία]]<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> το [[μάθημα]] της θεολογίας το οποίο εξετάζει την [[ιστορία]] της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, [[καθώς]] και τη λογοτεχνική και θεολογική [[αξία]] τών ύμνων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εγκωμιαστικός]] ύμνος.
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνολογία Medium diacritics: ὑμνολογία Low diacritics: υμνολογία Capitals: ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: hymnología Transliteration B: hymnologia Transliteration C: ymnologia Beta Code: u(mnologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A hymn-singing, Sm.Jb.33.26.

German (Pape)

[Seite 1179] ἡ, Lobgesang, Chrysost.

Greek Monolingual

η / ὑμνολογία, ΝΜΑ ὑμνολόγος
νεοελλ.
1. εγκωμιασμός με ύμνους
2. μελέτη που ασχολείται με τους εκκλησιαστικούς ύμνους
3. δοξολογία
4. εκκλ. το μάθημα της θεολογίας το οποίο εξετάζει την ιστορία της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, καθώς και τη λογοτεχνική και θεολογική αξία τών ύμνων
μσν.-αρχ.
εγκωμιαστικός ύμνος.