ὑλονόμος: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(6_18)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλονόμος''': -ον, ὁ ζῶν ἐντὸς τῶν δασῶν, θὴρ Σιμωνίδ. (;) 191· μέλιτται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 20· Νύμφαι Ὀρφ. Ὕμν. 51. 9, πρβλ. [[ὑληνόμος]].
|lstext='''ὑλονόμος''': -ον, ὁ ζῶν ἐντὸς τῶν δασῶν, θὴρ Σιμωνίδ. (;) 191· μέλιτται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 20· Νύμφαι Ὀρφ. Ὕμν. 51. 9, πρβλ. [[ὑληνόμος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[ὑληνόμος]], -ον, Α<br />αυτός που ζει και τρέφεται στα δάση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλονόμος Medium diacritics: ὑλονόμος Low diacritics: υλονόμος Capitals: ΥΛΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: hylonómos Transliteration B: hylonomos Transliteration C: ylonomos Beta Code: u(lono/mos

English (LSJ)

ον,

   A living in the woods, θήρ Simon.(?)179.7; μέλιτται Arist.HA624b29; ζῷα ὑ. prob. for ἑλο- in Hp.Vict.2.49; Νύμφαι Orph.H.51.10: cf. ὑληνόμος.

German (Pape)

[Seite 1177] in Wäldern weidend; βοῦς, Nonn. D. 11, 169; τετράποδες, Archi. 8 (VI, 179); von Bienen, Arist. H. A. 9, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλονόμος: -ον, ὁ ζῶν ἐντὸς τῶν δασῶν, θὴρ Σιμωνίδ. (;) 191· μέλιτται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 20· Νύμφαι Ὀρφ. Ὕμν. 51. 9, πρβλ. ὑληνόμος.

Greek Monolingual

και ὑληνόμος, -ον, Α
αυτός που ζει και τρέφεται στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -νόμος].