ὑπέργηρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(b)
 
(43)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] = Folgdm, Luc. Demon. 63, v. l.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] = Folgdm, Luc. Demon. 63, v. l.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπέργηρως]], -ων, ΝΜΑ<br />ο [[πάρα]] πολύ [[γέρος]], αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπέργηρων</i><br />τα [[βαθιά]] [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆρας]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-[[γήρως]] / <i>ἄ</i>-<i>γηρος</i>, <i>προ</i>-[[γήρως]].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1193] = Folgdm, Luc. Demon. 63, v. l.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέργηρως, -ων, ΝΜΑ
ο πάρα πολύ γέρος, αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέργηρων
τα βαθιά γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + -γηρος (< γῆρας), πρβλ. -γήρως / -γηρος, προ-γήρως.