φερέμηλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(SL_2) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[φερέμηλος]], -ον</b> <br /> <b>1</b> producing [[sheep]] καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (Pae. 5.38) | |sltr=[[φερέμηλος]], -ον</b> <br /> <b>1</b> producing [[sheep]] καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (Pae. 5.38) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για νήσο) αυτός που έχει [[πολλά]] αρνιά, [[πολύμηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του <i>α</i>' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] [ΙΙ] «[[πρόβατο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δεξί</i>-<i>μηλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = πολύμηλος, νᾶσοι Pi.Pae.5.38.
English (Slater)
φερέμηλος, -ον
1 producing sheep καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (Pae. 5.38)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για νήσο) αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολύμηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -μηλος (< μῆλον [ΙΙ] «πρόβατο»), πρβλ. δεξί-μηλος].