φθόριμος: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(6_11)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθόρῐμος''': -η, -ον, καταστρεπτικός, [[φθόριμος]] ὑγρῶν Μανέθων 2. 346. ΙΙ. [[φθαρτός]], δυνάμενος νὰ καταστραφῇ, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 980.
|lstext='''φθόρῐμος''': -η, -ον, καταστρεπτικός, [[φθόριμος]] ὑγρῶν Μανέθων 2. 346. ΙΙ. [[φθαρτός]], δυνάμενος νὰ καταστραφῇ, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 980.
}}
{{grml
|mltxt=-ίμη, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] (ή [[φθόρος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νόστ</i>-<i>ιμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθόρῐμος Medium diacritics: φθόριμος Low diacritics: φθόριμος Capitals: ΦΘΟΡΙΜΟΣ
Transliteration A: phthórimos Transliteration B: phthorimos Transliteration C: fthorimos Beta Code: fqo/rimos

English (LSJ)

η, ον,

   A destructive, Man.2.346.    II perishable, τὸ φ. τῶν σωμάτων Herm. ap. Stob.1.49.44.

German (Pape)

[Seite 1273] 1) akt., verderblich, Maneth. 2, 346. – 2) neutr., vergänglich, Stob. ecl. phys. p. 980.

Greek (Liddell-Scott)

φθόρῐμος: -η, -ον, καταστρεπτικός, φθόριμος ὑγρῶν Μανέθων 2. 346. ΙΙ. φθαρτός, δυνάμενος νὰ καταστραφῇ, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 980.

Greek Monolingual

-ίμη, -ον, Α
1. ολέθριος, καταστρεπτικός
2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθοράφθόρος) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. νόστ-ιμος)].