φυλλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
(6_7)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φυλλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς φύλλα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 1, κλπ. ΙΙ. ἔχων ἄφθονα φύλλα, [[αὐτόθι]] 7. 8, 3.
|lstext='''φυλλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς φύλλα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 1, κλπ. ΙΙ. ἔχων ἄφθονα φύλλα, [[αὐτόθι]] 7. 8, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[φυλλώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[φύλλον]]<br />[[πυκνόφυλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «φυλλώδη [[λαχανικά]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> τα [[λαχανικά]] τών οποίων τα φύλλα χρησιμοποιεί ο [[άνθρωπος]] ως [[τροφή]]<br />β) «φυλλώδη φυτά»<br /><b>(γεωπ.)</b> τα φυτά που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά εσωτερικών χώρων για το φύλλωμά τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] φύλλου<br /><b>2.</b> (για [[άνθος]]) αυτός που έχει [[πολλά]] πέταλα.
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυλλώδης Medium diacritics: φυλλώδης Low diacritics: φυλλώδης Capitals: ΦΥΛΛΩΔΗΣ
Transliteration A: phyllṓdēs Transliteration B: phyllōdēs Transliteration C: fyllodis Beta Code: fullw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like leaves, Thphr.HP1.13.1; σπέρμα Dsc.3.80.    2 belonging to leaves, δυνάμεις Thphr.HP9.8.1.    II having petalled flowers, ib.7.8.3.

German (Pape)

[Seite 1315] ες, blattähnlich, blätterreich, laubreich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς φύλλα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 1, κλπ. ΙΙ. ἔχων ἄφθονα φύλλα, αὐτόθι 7. 8, 3.

Greek Monolingual

φυλλώδης, -ῶδες, ΝΑ φύλλον
πυκνόφυλλος
νεοελλ.
φρ. α) «φυλλώδη λαχανικά»
(γεωπ.) τα λαχανικά τών οποίων τα φύλλα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος ως τροφή
β) «φυλλώδη φυτά»
(γεωπ.) τα φυτά που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά εσωτερικών χώρων για το φύλλωμά τους
αρχ.
1. αυτός που έχει σχήμα φύλλου
2. (για άνθος) αυτός που έχει πολλά πέταλα.