φωκτός: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
(6_11)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φωκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[φώγω]], πεφρυγμένος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 126C· φῶκται, αἱ, ὡς οὐσιαστικ. ἐν Λουκιαν. Λεξιφ. 3.
|lstext='''φωκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[φώγω]], πεφρυγμένος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 126C· φῶκται, αἱ, ὡς οὐσιαστικ. ἐν Λουκιαν. Λεξιφ. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φώγω]]<br />ξεροψημένος.
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωκτός Medium diacritics: φωκτός Low diacritics: φωκτός Capitals: ΦΩΚΤΟΣ
Transliteration A: phōktós Transliteration B: phōktos Transliteration C: foktos Beta Code: fwkto/s

English (LSJ)

ή, όν, (φώγω)

   A roasted, broiled, Nic.Fr.68, Dsc.Eup.2.39: φῶκται, αἱ, as Subst., of barley-cakes, Luc.Lex.3.

German (Pape)

[Seite 1321] ή, όν, adj. verb. von φώγω, geröstet, κρῖμνον, Nic. bei Ath. III, 126 c.

Greek (Liddell-Scott)

φωκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φώγω, πεφρυγμένος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 126C· φῶκται, αἱ, ὡς οὐσιαστικ. ἐν Λουκιαν. Λεξιφ. 3.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φώγω
ξεροψημένος.