φωκτός
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
φωκτή, φωκτόν, (φώγω) roasted, broiled, Nic.Fr.68, Dsc.Eup.2.39: φῶκται, αἱ, as substantive, of barley-cakes, Luc.Lex.3.
German (Pape)
[Seite 1321] ή, όν, adj. verb. von φώγω, geröstet, κρῖμνον, Nic. bei Ath. III, 126 c.
Greek (Liddell-Scott)
φωκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φώγω, πεφρυγμένος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 126C· φῶκται, αἱ, ὡς οὐσιαστικ. ἐν Λουκιαν. Λεξιφ. 3.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φώγω
ξεροψημένος.