χάννος: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(a)
 
(46)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1335.png Seite 1335]] ὁ, s. [[χάνη]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1335.png Seite 1335]] ὁ, s. [[χάνη]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[χάνος]] Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Serranus cabrilla της οικογένειας serranidae, που μοιάζει στη [[μορφή]] και στις συνήθειες με τις πολύ συγγενικές του πέρκες, [[αλλά]] συγγενεύει και με τα μεγαλόσωμα είδη της οικογένειας, [[δηλαδή]] τον ροφό, τη [[σφυρίδα]], τη [[στήρα]] και το [[λαβράκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χαζός]], [[χάχας]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[χάννη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του αρχ. [[χάννη]], [[κατά]] τα αρσ.].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1335] ὁ, s. χάνη.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και χάνος Ν
ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία του θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Serranus cabrilla της οικογένειας serranidae, που μοιάζει στη μορφή και στις συνήθειες με τις πολύ συγγενικές του πέρκες, αλλά συγγενεύει και με τα μεγαλόσωμα είδη της οικογένειας, δηλαδή τον ροφό, τη σφυρίδα, τη στήρα και το λαβράκι
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) χαζός, χάχας
αρχ.
η χάννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του αρχ. χάννη, κατά τα αρσ.].