χαμαιβάλανος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(6_9) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμαιβάλᾰνος''': ἡ, [[εἶδος]] τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Euphorbia apios, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 4, 174 (177). | |lstext='''χᾰμαιβάλᾰνος''': ἡ, [[εἶδος]] τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Euphorbia apios, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 4, 174 (177). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[λόγια]] [[ονομασία]] είδους του φυτού ευφόρβιο, κν. γνωστού [[σήμερα]] ως [[γαλατσίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βάλανος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
[βᾰ], ἡ,
A = ἄπιος (A) 11, Dsc.4.175.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιβάλᾰνος: ἡ, εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Euphorbia apios, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 4, 174 (177).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
λόγια ονομασία είδους του φυτού ευφόρβιο, κν. γνωστού σήμερα ως γαλατσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + βάλανος.