χαμαίγειρον: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_21)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαμαίγειρον''': τό, = βήχιον, «φυτὸν ἔχον φύλλα ὅμοια κισσῷ, μέζονα δὲ ς΄ ἢ ζ΄, ἐκ μὲν τῶν πρὸς τὰ ἄνω χλωρά, ἐκ δὲ τῶν πρὸς τὰ [[κάτω]] [[λευκά]], Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 3. 116 (126).
|lstext='''χαμαίγειρον''': τό, = βήχιον, «φυτὸν ἔχον φύλλα ὅμοια κισσῷ, μέζονα δὲ ς΄ ἢ ζ΄, ἐκ μὲν τῶν πρὸς τὰ ἄνω χλωρά, ἐκ δὲ τῶν πρὸς τὰ [[κάτω]] [[λευκά]], Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 3. 116 (126).
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[φυτό]] [[βήχιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἴγειρος]], ονομ. δέντρου].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαμαίγειρον Medium diacritics: χαμαίγειρον Low diacritics: χαμαίγειρον Capitals: ΧΑΜΑΙΓΕΙΡΟΝ
Transliteration A: chamaígeiron Transliteration B: chamaigeiron Transliteration C: chamaigeiron Beta Code: xamai/geiron

English (LSJ)

τό,

   A = βήχιον, Ps.-Dsc.3.112.

Greek (Liddell-Scott)

χαμαίγειρον: τό, = βήχιον, «φυτὸν ἔχον φύλλα ὅμοια κισσῷ, μέζονα δὲ ς΄ ἢ ζ΄, ἐκ μὲν τῶν πρὸς τὰ ἄνω χλωρά, ἐκ δὲ τῶν πρὸς τὰ κάτω λευκά, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 3. 116 (126).

Greek Monolingual

τὸ, Α
το φυτό βήχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + αἴγειρος, ονομ. δέντρου].