χηνοβοσκός: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(6_14)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χηνοβοσκός''': ὁ βόσκων χῆνας, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 12, Διόδ. 1. 74.
|lstext='''χηνοβοσκός''': ὁ βόσκων χῆνας, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 12, Διόδ. 1. 74.
}}
{{grml
|mltxt=και [[χηνοβόσκος]], ὁ, ΜΑ<br />[[χηνοτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χήν</i> / [[χήνα]] <span style="color: red;">+</span> [[βοσκός]] (<b>πρβλ.</b> <i>χοιρο</i>-[[βοσκός]])].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηνοβοσκός Medium diacritics: χηνοβοσκός Low diacritics: χηνοβοσκός Capitals: ΧΗΝΟΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: chēnoboskós Transliteration B: chēnoboskos Transliteration C: chinovoskos Beta Code: xhnobosko/s

English (LSJ)

ὁ,

   A gooseherd, Cratin.46, PTeb.701.290 (iii B. C.), Ostr.Bodl. i304 (ii B. C.), Sammelb.6254 (ii B. C.), D.S.1.74; βασιλικοὶ χ. PPetr.2p.25 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1353] Gänse fütternd, haltend, Cratin. bei Ath. VII, 384 b.

Greek (Liddell-Scott)

χηνοβοσκός: ὁ βόσκων χῆνας, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 12, Διόδ. 1. 74.

Greek Monolingual

και χηνοβόσκος, ὁ, ΜΑ
χηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν / χήνα + βοσκός (πρβλ. χοιρο-βοσκός)].