χοιρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(6_7)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χοιρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] χοίρῳ, χοιροειδής, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 292Β, Ἰω. Χρυσ. Ὁμιλ. εἰς τὸ κατὰ Ματθ. Εὐαγγ. ζ΄, 6, κλπ.
|lstext='''χοιρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] χοίρῳ, χοιροειδής, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 292Β, Ἰω. Χρυσ. Ὁμιλ. εἰς τὸ κατὰ Ματθ. Εὐαγγ. ζ΄, 6, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ες /[[χοιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χοῑρος]]<br />αυτός που μοιάζει με χοίρο («[[χοιρώδης]] [[βίος]]», Μεθόδ.).
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρώδης Medium diacritics: χοιρώδης Low diacritics: χοιρώδης Capitals: ΧΟΙΡΩΔΗΣ
Transliteration A: choirṓdēs Transliteration B: choirōdēs Transliteration C: choirodis Beta Code: xoirw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A swinish, Leonid. ap. Aët.16.44, Hdn.Epim.153.

German (Pape)

[Seite 1362] ες, schweinähnlich, schweinisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος χοίρῳ, χοιροειδής, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 292Β, Ἰω. Χρυσ. Ὁμιλ. εἰς τὸ κατὰ Ματθ. Εὐαγγ. ζ΄, 6, κλπ.

Greek Monolingual

-ες /χοιρώδης, -ῶδες, ΝΑ χοῑρος
αυτός που μοιάζει με χοίρο («χοιρώδης βίος», Μεθόδ.).