χοιρώδης

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρώδης Medium diacritics: χοιρώδης Low diacritics: χοιρώδης Capitals: ΧΟΙΡΩΔΗΣ
Transliteration A: choirṓdēs Transliteration B: choirōdēs Transliteration C: choirodis Beta Code: xoirw/dhs

English (LSJ)

χοιρῶδες, swinish, Leonid. ap. Aët.16.44, Hdn.Epim.153.

German (Pape)

[Seite 1362] ες, schweinähnlich, schweinisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος χοίρῳ, χοιροειδής, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 292Β, Ἰω. Χρυσ. Ὁμιλ. εἰς τὸ κατὰ Ματθ. Εὐαγγ. ζ΄, 6, κλπ.

Greek Monolingual

-ες /χοιρώδης, -ῶδες, ΝΑ χοῖρος
αυτός που μοιάζει με χοίρο («χοιρώδης βίος», Μεθόδ.).