χλωροφάγος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(6_3)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλωροφάγος''': [ᾰ], -ον, ὁ ἐσθίων χλωρὰν τροφήν, χλόην, ἄν συμπατήσῃ φυτουργὸς τὴν χλωροφάγον κάμπην Μανασσ. κατὰ Ἀρίστανδρ. κ. Καλλιθέαν Δ΄, 53· - χλωροφᾰγέω, = [[χλωράζω]], Ἱππιατρ. σ. 41, 17.
|lstext='''χλωροφάγος''': [ᾰ], -ον, ὁ ἐσθίων χλωρὰν τροφήν, χλόην, ἄν συμπατήσῃ φυτουργὸς τὴν χλωροφάγον κάμπην Μανασσ. κατὰ Ἀρίστανδρ. κ. Καλλιθέαν Δ΄, 53· - χλωροφᾰγέω, = [[χλωράζω]], Ἱππιατρ. σ. 41, 17.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που τρώει χλωρή [[τροφή]], χλωρό [[χορτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χλωρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλωροφάγος Medium diacritics: χλωροφάγος Low diacritics: χλωροφάγος Capitals: ΧΛΩΡΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: chlōrophágos Transliteration B: chlōrophagos Transliteration C: chlorofagos Beta Code: xlwrofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A eating green food, Hp.Vict.2.49.

Greek (Liddell-Scott)

χλωροφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐσθίων χλωρὰν τροφήν, χλόην, ἄν συμπατήσῃ φυτουργὸς τὴν χλωροφάγον κάμπην Μανασσ. κατὰ Ἀρίστανδρ. κ. Καλλιθέαν Δ΄, 53· - χλωροφᾰγέω, = χλωράζω, Ἱππιατρ. σ. 41, 17.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που τρώει χλωρή τροφή, χλωρό χορτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + -φάγος].