χορδωτά: Difference between revisions
From LSJ
(46) |
(No difference)
|
(46) |
(No difference)
|
τα, Ν
ζωολ. μείζον φύλο που αποτελείται από τρεις υποσυνομοταξίες, τα χιτωνόζωα, τα κεφαλοχορδωτά και τα σπονδυλόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + κατάλ. -ωτά, πληθ. ουδ. του -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός, σπονδυλ-ωτός)].