Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αεριστήρας: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αεριστής, ο [[αερίζω]]<br /><b>1.</b> [[συσκευή]] για την τεχνητή [[ανανέωση]] του αέρα σε κλειστούς χώρους ([[ανεμιστήρας]], [[εξαεριστήρας]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> μικρό [[παράθυρο]] και γενικά [[άνοιγμα]], που διευκολύνει στον αερισμό ενός χώρου, όπου η [[διέλευση]] του αέρα [[είναι]] δύσκολη ή [[σχεδόν]] αδύνατη (<b>[[πρβλ]].</b> [[φεγγίτης]]).
|mltxt=και αεριστής, ο [[αερίζω]]<br /><b>1.</b> [[συσκευή]] για την τεχνητή [[ανανέωση]] του αέρα σε κλειστούς χώρους ([[ανεμιστήρας]], [[εξαεριστήρας]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> μικρό [[παράθυρο]] και γενικά [[άνοιγμα]], που διευκολύνει στον αερισμό ενός χώρου, όπου η [[διέλευση]] του αέρα [[είναι]] δύσκολη ή [[σχεδόν]] αδύνατη (πρβλ. [[φεγγίτης]]).
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

και αεριστής, ο αερίζω
1. συσκευή για την τεχνητή ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους (ανεμιστήρας, εξαεριστήρας κ.λπ.)
2. μικρό παράθυρο και γενικά άνοιγμα, που διευκολύνει στον αερισμό ενός χώρου, όπου η διέλευση του αέρα είναι δύσκολη ή σχεδόν αδύνατη (πρβλ. φεγγίτης).