αεριοποιώ: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έω)<br />[[μετατρέπω]] [[στερεά]] ή υγρά [[καύσιμα]] σε [[αέρια]] [[καύσιμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέριο]] <span style="color: red;">+</span> [[ποιώ]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>gazeifier</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αεριοποίηση]], [[αεριοποιητικός]]].
|mltxt=(-έω)<br />[[μετατρέπω]] [[στερεά]] ή υγρά [[καύσιμα]] σε [[αέρια]] [[καύσιμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέριο]] <span style="color: red;">+</span> [[ποιώ]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>gazeifier</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αεριοποίηση]], [[αεριοποιητικός]]].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

(-έω)
μετατρέπω στερεά ή υγρά καύσιμα σε αέρια καύσιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + ποιώ
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gazeifier.
ΠΑΡ. αεριοποίηση, αεριοποιητικός].