ήμων: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἥμων]], ο (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἥμονες</i><br />ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἡ</i> (του [[ἵημι]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἦκα</i>, αόρ. του [[ἵημι]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μων</i>].
|mltxt=[[ἥμων]], ο (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἥμονες</i><br />ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἡ</i> (του [[ἵημι]], πρβλ. <i>ἦκα</i>, αόρ. του [[ἵημι]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μων</i>].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἥμων, ο (Α)
στον πληθ. οἱ ἥμονες
ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. (του ἵημι, πρβλ. ἦκα, αόρ. του ἵημι) + -μων].