ακρώμιο: Difference between revisions
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(2) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α ἀκρώμιον)<br />η [[άκανθα]], η [[απόφυση]] της [[ωμοπλάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρ</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]]. Η λ. πέρασε και στην ξενική [[ορολογία]] της ανατομίας, | |mltxt=το (Α ἀκρώμιον)<br />η [[άκανθα]], η [[απόφυση]] της [[ωμοπλάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρ</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]]. Η λ. πέρασε και στην ξενική [[ορολογία]] της ανατομίας, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acromion.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακρωμιαίος]], [[ακρωμιακός]], <i>ακρωμίαση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>ακρωμιοθωρακικός</i>, <i>ακρωμιοκλειδικός</i>, <i>ακρωμιοκορακοειδής</i>, <i>ακρωμιόπληγμα</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 23 December 2018
Greek Monolingual
το (Α ἀκρώμιον)
η άκανθα, η απόφυση της ωμοπλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο)- (Ι) + -ωμιον < ὦμος. Η λ. πέρασε και στην ξενική ορολογία της ανατομίας, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acromion.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακρωμιαίος, ακρωμιακός, ακρωμίαση.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ακρωμιοθωρακικός, ακρωμιοκλειδικός, ακρωμιοκορακοειδής, ακρωμιόπληγμα].