αμπελίτης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
(3) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο <b>(Πετρογρ.)</b><br />[[μαύρος]] [[αργιλικός]] [[σχιστόλιθος]], [[πλούσιος]] σε ανθρακούχες ουσίες. Περιέχει [[συχνά]] σιδηροπυρίτη, ο [[οποίος]] εξαλλοιώνεται σε θειικό σίδηρο. Είναι ιζήματα που αποτέθηκαν σε βυθούς θαλασσών με περιορισμένη οξείδωση της οργανικής ύλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[άμπελος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]], | |mltxt=ο <b>(Πετρογρ.)</b><br />[[μαύρος]] [[αργιλικός]] [[σχιστόλιθος]], [[πλούσιος]] σε ανθρακούχες ουσίες. Περιέχει [[συχνά]] σιδηροπυρίτη, ο [[οποίος]] εξαλλοιώνεται σε θειικό σίδηρο. Είναι ιζήματα που αποτέθηκαν σε βυθούς θαλασσών με περιορισμένη οξείδωση της οργανικής ύλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[άμπελος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]], πρβλ. αγγλ. <i>ampelite</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 23 December 2018
Greek Monolingual
ο (Πετρογρ.)
μαύρος αργιλικός σχιστόλιθος, πλούσιος σε ανθρακούχες ουσίες. Περιέχει συχνά σιδηροπυρίτη, ο οποίος εξαλλοιώνεται σε θειικό σίδηρο. Είναι ιζήματα που αποτέθηκαν σε βυθούς θαλασσών με περιορισμένη οξείδωση της οργανικής ύλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άμπελος + κατάλ. -ίτης, πρβλ. αγγλ. ampelite].