αμυλάσες: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=οι <b>βιοχ.</b><br />[[κατηγορία]] ενζύμων (υδρολασών) που μετατρέπουν το [[άμυλο]] και το [[γλυκογόνο]] (ζωικό [[άμυλο]]) στα σάκχαρα [[μαλτόζη]] και [[γλυκόζη]] [[κατά]] τη [[διαδικασία]] της πέψης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμυλο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άσες</i>, πληθ. του -<i>άση</i>, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>amylase</i>(<i>s</i>)].
|mltxt=οι <b>βιοχ.</b><br />[[κατηγορία]] ενζύμων (υδρολασών) που μετατρέπουν το [[άμυλο]] και το [[γλυκογόνο]] (ζωικό [[άμυλο]]) στα σάκχαρα [[μαλτόζη]] και [[γλυκόζη]] [[κατά]] τη [[διαδικασία]] της πέψης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμυλο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άσες</i>, πληθ. του -<i>άση</i>, πρβλ. αγγλ. <i>amylase</i>(<i>s</i>)].
}}
}}

Revision as of 10:40, 23 December 2018

Greek Monolingual

οι βιοχ.
κατηγορία ενζύμων (υδρολασών) που μετατρέπουν το άμυλο και το γλυκογόνο (ζωικό άμυλο) στα σάκχαρα μαλτόζη και γλυκόζη κατά τη διαδικασία της πέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμυλο(ν) + κατάλ. -άσες, πληθ. του -άση, πρβλ. αγγλ. amylase(s)].