αμύνανδρος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμύνανδρος]], ο (Α)<br />αυτός που αποκρούει τους εχθρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρὸς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[φίλανδρος]], [[μίσανδρος]], κύριο όνομα Τέρπανδρος <b>κ.τ.ό.</b>)].
|mltxt=[[ἀμύνανδρος]], ο (Α)<br />αυτός που αποκρούει τους εχθρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρὸς</i> (πρβλ. [[φίλανδρος]], [[μίσανδρος]], κύριο όνομα Τέρπανδρος <b>κ.τ.ό.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀμύνανδρος, ο (Α)
αυτός που αποκρούει τους εχθρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω + ἀνήρ, ἀνδρὸς (πρβλ. φίλανδρος, μίσανδρος, κύριο όνομα Τέρπανδρος κ.τ.ό.)].