μίσανδρος
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
Full diacritics: μῑσανδρος | Medium diacritics: μίσανδρος | Low diacritics: μίσανδρος | Capitals: ΜΙΣΑΝΔΡΟΣ |
Transliteration A: mísandros | Transliteration B: misandros | Transliteration C: misandros | Beta Code: mi/sandros |
μίσανδρον, hating men, Poll.3.48.
[Seite 189] Männer hassend, Poll. 3, 48.
-η, -ο (Α μίσανδρος, -ον)
αυτός που μισεί τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φίλανδρος].