ἀμύνανδρος
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
warding off enemies, S.Fr. 1003. Adv. ἀμυνάνδρως A.Fr.451D.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰμῡ-]
1 protector contra los enemigos S.Fr.1003, cf. Hsch.
2 adv. -ως rechazando al enemigo A.Fr.756.
Greek Monolingual
ἀμύνανδρος, ο (Α)
αυτός που αποκρούει τους εχθρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω + ἀνήρ, ἀνδρὸς (πρβλ. φίλανδρος, μίσανδρος, κύριο όνομα Τέρπανδρος κ.τ.ό.)].