αρκτιδεύς: Difference between revisions

From LSJ
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έως), ο<br />το [[νεογνό]] της αρκούδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρκτος]] <span style="color: red;">+</span> (πατρωνυμικό [[επίθημα]]) -<i>ιδεύς</i>, το οποίο δηλώνει [[κυρίως]] τα νεογνά ζώων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αετιδεύς</i>, [[αλωπεκιδεύς]], [[χηνιδεύς]] <b>κ.ά.</b>). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=(-έως), ο<br />το [[νεογνό]] της αρκούδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρκτος]] <span style="color: red;">+</span> (πατρωνυμικό [[επίθημα]]) -<i>ιδεύς</i>, το οποίο δηλώνει [[κυρίως]] τα νεογνά ζώων (πρβλ. <i>αετιδεύς</i>, [[αλωπεκιδεύς]], [[χηνιδεύς]] <b>κ.ά.</b>). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

(-έως), ο
το νεογνό της αρκούδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος + (πατρωνυμικό επίθημα) -ιδεύς, το οποίο δηλώνει κυρίως τα νεογνά ζώων (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, χηνιδεύς κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].