αμβλύωπας: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η<br />αυτός που πάσχει από [[αμβλυωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμβλὺς</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]», <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>amblyope</i>].
|mltxt=ο, η<br />αυτός που πάσχει από [[αμβλυωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμβλὺς</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]», πρβλ. αγγλ. <i>amblyope</i>].
}}
}}

Revision as of 11:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που πάσχει από αμβλυωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἀμβλὺς + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός», πρβλ. αγγλ. amblyope].