ἀβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
(big3_1)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀβλέφᾰρος) -ον<br />[[carente de pestañas]] κἢν ... ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς <i>AP</i> 11.66 (Antiphil.).
|dgtxt=(ἀβλέφᾰρος) -ον<br />[[carente de pestañas]] κἢν ... ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς <i>AP</i> 11.66 (Antiphil.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που δεν έχει βλέφαρα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:05, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβλέφᾰρος Medium diacritics: ἀβλέφαρος Low diacritics: αβλέφαρος Capitals: ΑΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: ablépharos Transliteration B: ablepharos Transliteration C: avlefaros Beta Code: a)ble/faros

English (LSJ)

ον,

   A without eyebrows, AP11.66 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans paupières.
Étymologie: ἀ, βλέφαρον.

Spanish (DGE)

(ἀβλέφᾰρος) -ον
carente de pestañas κἢν ... ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς AP 11.66 (Antiphil.).

Greek Monotonic

ἀβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που δεν έχει βλέφαρα, σε Ανθ.