ἀβριθής: Difference between revisions
From LSJ
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
(big3_1) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀβρῑθής) -ές [[no pesado]], [[βάρος]] μὲν οὐκ ἀβριθές E.<i>Supp</i>.1125. | |dgtxt=(ἀβρῑθής) -ές [[no pesado]], [[βάρος]] μὲν οὐκ ἀβριθές E.<i>Supp</i>.1125. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀβρῑθής:''' -ές ([[βρῖθος]]), αυτός που δεν έχει [[βάρος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A of no weight, βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές E.Supp.1125.
German (Pape)
[Seite 4] ές, nicht schwer, βάρος Eur. Suppl. 1125.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβρῑθής: -ές, μὴ ἔχων βάρος: βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές. Εὐρ. Ἱκ. 1125.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne pèse pas.
Étymologie: ἀ, βρίθω.
Spanish (DGE)
(ἀβρῑθής) -ές no pesado, βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές E.Supp.1125.