ἀδικητέον: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(big3_1) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[hay que cometer una injusticia]] εἰ δ' οὖν πειστέον, [[ἀδικητέον]] Pl.<i>R</i>.365e, οὐδενὶ τρόπῳ φαμὲν ... [[ἀδικητέον]] εἶναι Pl.<i>Cri</i>.49a. | |dgtxt=[[hay que cometer una injusticia]] εἰ δ' οὖν πειστέον, [[ἀδικητέον]] Pl.<i>R</i>.365e, οὐδενὶ τρόπῳ φαμὲν ... [[ἀδικητέον]] εἶναι Pl.<i>Cri</i>.49a. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀδικητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀδικέω]], [[κάτι]] που πρέπει να διαπραχθεῖ ως [[αδικία]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 30 December 2018
English (LSJ)
A one ought to do wrong, Pl.R.365e; φαμὲν ἑκόντας ἀ. εἶναι Id.Cri.49a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδικητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀδικέω = πρέπει τις νὰ πράττῃ ἀδικίαν, Πλάτ. Πολ. 365 Ε˙ φαμὲν ἑκόντας ἀδ. εἶναι, ὁ αὐτ. Κρίτων 49Α.
Spanish (DGE)
hay que cometer una injusticia εἰ δ' οὖν πειστέον, ἀδικητέον Pl.R.365e, οὐδενὶ τρόπῳ φαμὲν ... ἀδικητέον εἶναι Pl.Cri.49a.
Greek Monotonic
ἀδικητέον: ρημ. επίθ. του ἀδικέω, κάτι που πρέπει να διαπραχθεῖ ως αδικία, σε Πλάτ.