αἱματηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(αἱμᾰτηφόρος) -ον [[portador de sangre]] μόρος A.<i>Th</i>.419. | |dgtxt=(αἱμᾰτηφόρος) -ον [[portador de sangre]] μόρος A.<i>Th</i>.419. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἱμᾰτηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[αίμα]], [[αιματηρός]], [[αιμοχαρής]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bringing blood: bloody, υόρος A.Th.419 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτηφόρος: -ον, φέρων αἷμα, αἱματόεις, μόρος, Αἰσχύλ. Θ. 419.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte du sang.
Étymologie: αἷμα, φέρω.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτηφόρος) -ον portador de sangre μόρος A.Th.419.
Greek Monotonic
αἱμᾰτηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει αίμα, αιματηρός, αιμοχαρής, σε Αισχύλ.