αἰσχίων: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
(Bailly1_1)
(2)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>Cp. de</i> [[αἰσχρός]].
|btext=<i>Cp. de</i> [[αἰσχρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰσχίων:''' [[αἴσχιστος]], συγκρ. και υπερθ. του [[αἰσχρός]].
}}
}}

Revision as of 17:27, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχίων: αἴσχιστος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ αἰσχρός, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

Cp. de αἰσχρός.

Greek Monotonic

αἰσχίων: αἴσχιστος, συγκρ. και υπερθ. του αἰσχρός.