αἰθεροδρόμος: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que corre por el aire]] οἰωνοί Ar.<i>Au</i>.1392, de la representación pictórica de un auriga <i>AP</i> 16.384<br /><b class="num">•</b>[[que discurre por el éter]] ὧραι <i>IG</i> 12(5).891.7 (Tenos I a.C.), ἀστέρες <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.1036.7 (Corcira II/III d.C.). | |dgtxt=-ον<br />[[que corre por el aire]] οἰωνοί Ar.<i>Au</i>.1392, de la representación pictórica de un auriga <i>AP</i> 16.384<br /><b class="num">•</b>[[que discurre por el éter]] ὧραι <i>IG</i> 12(5).891.7 (Tenos I a.C.), ἀστέρες <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.1036.7 (Corcira II/III d.C.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰθεροδρόμος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που κινείται με γρήγορες κινήσεις στον αιθέρα, αυτός που σχίζει τον αέρα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A ether-skimming, οἰωνοί Cines. ap. Ar.Av. 1393; ὧραι IG12(5).891 (Tenos, perh. by Aratus), cf. 9(1).881.7 (Corcyra).
Greek (Liddell-Scott)
αἰθεροδρόμος: -ον, ὁ τὸν ἀέρα διατρέχων, Κινησίας παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρ. 1393, Ἀνθ. Πλαν. 384, Συλλ. Ἐπιγρ. 1907.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court dans les airs.
Étymologie: αἰθήρ, δραμεῖν.
Spanish (DGE)
-ον
que corre por el aire οἰωνοί Ar.Au.1392, de la representación pictórica de un auriga AP 16.384
•que discurre por el éter ὧραι IG 12(5).891.7 (Tenos I a.C.), ἀστέρες IG 92.1036.7 (Corcira II/III d.C.).
Greek Monotonic
αἰθεροδρόμος: -ον (δραμεῖν), αυτός που κινείται με γρήγορες κινήσεις στον αιθέρα, αυτός που σχίζει τον αέρα, σε Ανθ.