ἀλληλοφάγοι: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
(2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλληλοφάγοι]], -α (Α)<br />αυτοί που τρώνε ο [[ένας]] τον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. του τόπου [[ἀλληλοφάγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἔφαγον]], αόρ. του ρ. [[ἔσθίω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλληλοφαγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀλληλοφαγῶ</i>].
|mltxt=[[ἀλληλοφάγοι]], -α (Α)<br />αυτοί που τρώνε ο [[ένας]] τον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. του τόπου [[ἀλληλοφάγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἔφαγον]], αόρ. του ρ. [[ἔσθίω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλληλοφαγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀλληλοφαγῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλληλοφάγοι:''' (φᾰγεῖν), αυτοί που τρώνε ο [[ένας]] τον [[άλλο]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλληλοφάγοι Medium diacritics: ἀλληλοφάγοι Low diacritics: αλληλοφάγοι Capitals: ΑΛΛΗΛΟΦΑΓΟΙ
Transliteration A: allēlophágoi Transliteration B: allēlophagoi Transliteration C: allilofagoi Beta Code: a)llhlofa/goi

English (LSJ)

α

   A eating each other, Arist.HA593b27, Orac. ap. Paus.8.42.6 ; ἡ ἀ. ἀνομία S.E.M.2.32 ; ἀ. δίκαι Telecl.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλοφάγοι: α, οἱ ἀλλήλους ἐσθίοντες, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3. 17. Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 6· ἡ ἀλλ. ἀνομία, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 32 ἀλλ. δίκαι, Τηλεκλείδ, ἐν «Ἀμφικτύοσιν» 4· πρβλ. ἀλληλομάχος.

Greek Monolingual

ἀλληλοφάγοι, -α (Α)
αυτοί που τρώνε ο ένας τον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του τόπου ἀλληλοφάγος < ἀλληλο- + -φάγος < ἔφαγον, αόρ. του ρ. ἔσθίω.
ΠΑΡ. ἀλληλοφαγία
αρχ.
ἀλληλοφαγῶ].

Greek Monotonic

ἀλληλοφάγοι: (φᾰγεῖν), αυτοί που τρώνε ο ένας τον άλλο, σε Αριστ.