ἔσθίω

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἔσθίω: (πρβλ. τοὺς ποιητ. τύπους ἔσθω, ἔδω, ὧν ὁ δεύτερος εἶναι ὁ ῥιζικὸς τύπος καὶ ἐξ αὐτοῦ σχηματίζονται ὁ μέλλ. καὶ ὁ πρκμ. τοῦ ἐσθίω): παρατ. ἤσθιον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 147: μέλλ. ἔδομαι (πρβλ. πίνω, μέλλ. πίομαι) Ἰλ. Δ. 237, Ὀδ. Β. 123, Ἀττ.· τὸ ἐδοῦμαι εἶναι μεταγεν. ἂν οὐχὶ ἡμαρτημένος τύπος, (προκατεδεῖται) Λουκ. Διάλεξις πρὸς Ἡσίοδ. 7, κτλ.: πρκμ. ἐδήδοκα Ἀριστοφ. Ἱππ. 362, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1. 2, Ξεν.· ἐδήδοϝα εὕρηται ἐν ἀρχαίᾳ τινὶ Σπαρτιατ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 15: Ἐπικ. μετοχ. ἐδηδώς, -υῖα, Ἰλ. Ρ. 542, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 560: ὑπερσ. ἐδηδόκειν Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 4: - Μέσ. ἐσθίομαι Ἱππ. 1128F, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 11: ἀόρ. ἠδεσάμην (κατ-) Γαλην. 5. 752. - Παθ. ἐσθίομαι Ὀδ. Δ. 318, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 42, 4, Λουκ.: ἀόρ. ἠδέσθην Ἱππ. 1. 686 Kühn, Ἀριστ. Προβλ. 13. 6, 1, (ἀπ-, κατ-) Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σοφισταῖς» 5, ἐν «Ἑορταῖς» 8: πρκμ. ἐδήδεσμαι (κατ-) Πλάτ. Φαῖδρ. 110Ε, ἐδήδεμαι (ἀπ-) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 22, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. ἐδήδοται Ὀδ. Χ. 56. Ὁ ἀόρ. β΄σχηματίζεται ἐκ τῆς √ΦΑΓ, ἴδε φαγεῖν. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τὴν λ. ἔδω). Τρώγω, Ὅμηρ. (μάλιστα ἐν Ὀδ.), κλ.· ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν Ὀδ. Β. 305, Φ. 69· κρέα ἤσθιον Υ. 348· τὰ ἐσθίοντα, τὰ στόματα, πλεῖστα... γὰρ τὰ ἐσθίοντα ἐν στρατιᾷ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17· ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, ἐσθ. τι Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ἀποσπ. 596 (ἔκ τινος σατυρικοῦ δράματος), Εὐρ. Κύκλ. 233· ὡσαύτως, ἐσθ. τινός, τρώγω ἔκ τινος..., Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 6, κτλ.· ἐπὶ θηρίων, κατατρώγω, καταβροχθίζω, ἤσθιε δ’ ὥστε λέων ὀρεσίτροφος Ὀδ. Ι. 292, πρβλ. Ἡσ. Θ. 524, 773, κτλ. - Παθ., οἶκος ἐσθίεται, ὁ οἶκος, ἡ περιουσία καταστρέφεται, Ὀδ. Δ. 318. 2) μεταφ., πάντας πῦρ ἐσθίει, τὸ πῦρ καταναλίσκει πάντας, Ἰλ. Ψ. 182· ἐπὶ διαβρωτικοῦ ἕλκους, ὡς ὁ ἕρπης (ἴδε τὴν λέξιν), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 246· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, ἕλκεα ἐσθιόμενα, ἐπὶ πεφλογισμένων δριμέων ἑλκῶν, κτλ., Ἱππ. 1128F· ἐσθ. ἑαυτόν, κατατήκειν, στενοχωρεῖν (ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου, ὃν θυμὸν κατέδων), Ἀριστοφ. Σφ. 287· ἐσθ. τὴν χελύνην, δάκνειν τὸ χεῖλος, αὐτόθι 1083· ἐσθ. τὴν καρδίαν Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 12Ε. 3) ὀδόντες ἐσθιόμενοι, σεσηπότες, Θεοφρ. Χαρ. 21 Schneid.