ἀλώφητος: Difference between revisions
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλώφητος]] και -φοτος, -ον (Α) [[λωφῶ]]<br />αυτός που δεν λουφάζει, δεν ησυχάζει, [[συνεχής]], [[αδιάκοπος]]. | |mltxt=[[ἀλώφητος]] και -φοτος, -ον (Α) [[λωφῶ]]<br />αυτός που δεν λουφάζει, δεν ησυχάζει, [[συνεχής]], [[αδιάκοπος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλώφητος:''' -ον ([[λωφάω]]), [[αδιάλειπτος]], [[συνεχής]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (λωφάω)
A unremitting, Plu.Fab.23, AP5.254.12 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 113] ohne Erholung oder Pause, ἀγῶνες Plut. Fab. 23; ἐρωμανίη Paul. Sil. 7 (V, 255).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλώφητος: -ον, (λωφάω) ἀδιάλειπτος, συνεχής, Πλουτ. Φάβ. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne cesse pas.
Étymologie: ἀ, λωφάω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que no cede, que no cesa ἀγῶνες Plu.Fab.23, ἐρωμανίη AP 5.255 (Paul.Sil.), ἔπινον ἀλωφήτου χύσιν οἴνου Nonn.D.13.267, δεῖπνον Nonn.D.20.6, ἀλωφήτων ἀπὸ τόξων Nonn.D.22.345, cf. Plu.2.1005c.
2 perdurable, eterno τιμή Nonn.Par.Eu.Io.10.10, αἰών Nonn.Par.Eu.Io.12.25, θεσμός Nonn.Par.Eu.Io.15.9, κέλευθοι Io.Gaz.1.139.
Greek Monolingual
ἀλώφητος και -φοτος, -ον (Α) λωφῶ
αυτός που δεν λουφάζει, δεν ησυχάζει, συνεχής, αδιάκοπος.
Greek Monotonic
ἀλώφητος: -ον (λωφάω), αδιάλειπτος, συνεχής, σε Πλούτ.