ἀλωπέκειος: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλωπέκειος]], -εία, -ειον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[αλεπού]] ή προέρχεται από αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωπεκ</i>- θ. της λ. [[ἀλώπηξ]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ειος</i>]. | |mltxt=[[ἀλωπέκειος]], -εία, -ειον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[αλεπού]] ή προέρχεται από αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωπεκ</i>- θ. της λ. [[ἀλώπηξ]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ειος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλωπέκειος:''' -α, -ον, Ιων. -εος, <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[ἀλώπηξ]]), λέγεται για την [[αλεπού]]· [[ἀλωπεκέη]], Αττ. <i>-κῆ</i> (ενν. [[δορά]]), [[δέρμα]], [[γούνα]] αλεπούς, σε Ηρόδ., Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, Ion. ἀλωπέκ-εος, η, ον,
A of a fox, στέαρ Gal.14.331; λίπος Philum. ap. Orib.45.29.36. II ἀλωπεκέη, Att. contr. -κῆ (sc. δορά), fox-skin, Hdt.7.75: prov., ὅπου ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν Plu.Lys.7.
German (Pape)
[Seite 113] vom Fuchs, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλωπέκειος: -α, -ον, Ἰων. εος, η, ον. (ἀλώπηξ) ἐξ ἀλώπεκος, Γαλην. ΙΙ. ἀλωπεκέη, Ἀττ. συνῃρ. -κῆ, (ἐξυπακούεται δορά), δέρμα ἀλώπεκος, Ἡρόδ. 7. 75· παροιμ.: ὅπου ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν, Πλουτ. Λύσ. 7.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de renard.
Étymologie: ἀλώπηξ.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. -εος, -έη, -εον Hdt.7.75; át. contr. ἡ ἀλωπεκῆ Com.Adesp.425A
• Prosodia: [ᾰ-]
1 de zorra στέαρ Gal.14.331, λίπος Philum. en Orib.45.29.36.
2 subst. ἡ ἀλωπεκέη gorro de piel de zorra Θρήικες δὲ ἐπὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι ἀλωπεκέας ἔχοντες ἐστρατεύοντο Hdt.l.c.
•piel de zorra prov. ἂν μὴ λεοντῆ <δ'> ἐξίκητ', ἀλωκῆν πρόσαψον si no llega la piel de león, ata una de zorra e.d. si no tienes el valor o la fuerza suficiente, recurre a la astucia, Com.Adesp.l.c., cf. Plu.Lys.7, Polyaen.2.10.5.
Greek Monolingual
ἀλωπέκειος, -εία, -ειον (Α)
1. αυτός που ανήκει στην αλεπού ή προέρχεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ- θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ειος].
Greek Monotonic
ἀλωπέκειος: -α, -ον, Ιων. -εος, -η, -ον (ἀλώπηξ), λέγεται για την αλεπού· ἀλωπεκέη, Αττ. -κῆ (ενν. δορά), δέρμα, γούνα αλεπούς, σε Ηρόδ., Πλούτ.