ἀμόμφητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(6_8)
(2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμόμφητος''': ἐσφ. γραφὴ ἐν Αἰσχ. Χο. 510, [[ἔνθα]] ὁ Ἕρμαννος διώρθωσεν ἀμεμφῆ τόνδ’ ἐτεινάτην λόγον, ἀντὶ τῆς τῶν χειρογράφων γραφῆς ἀμομφητονδετινατον.
|lstext='''ἀμόμφητος''': ἐσφ. γραφὴ ἐν Αἰσχ. Χο. 510, [[ἔνθα]] ὁ Ἕρμαννος διώρθωσεν ἀμεμφῆ τόνδ’ ἐτεινάτην λόγον, ἀντὶ τῆς τῶν χειρογράφων γραφῆς ἀμομφητονδετινατον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμόμφητος:''' -ον = [[ἀμεμφής]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόμφητος Medium diacritics: ἀμόμφητος Low diacritics: αμόμφητος Capitals: ΑΜΟΜΦΗΤΟΣ
Transliteration A: amómphētos Transliteration B: amomphētos Transliteration C: amomfitos Beta Code: a)mo/mfhtos

English (LSJ)

f.l. in A.Ch.510. ἄμομφος, ον, (μομφή)

   A blameless, A.Eu.475; πρὸς ὑμῶν ib.678.    II Act., having nothing to complain of, cj. Robortellus for ἄμορφος, ib.413.

German (Pape)

[Seite 127] λόγος Aesch. Ch. 503, woraus man ἀμομφῆ oder ἀμεμφῆ τόνδε gemacht hat, =

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόμφητος: ἐσφ. γραφὴ ἐν Αἰσχ. Χο. 510, ἔνθα ὁ Ἕρμαννος διώρθωσεν ἀμεμφῆ τόνδ’ ἐτεινάτην λόγον, ἀντὶ τῆς τῶν χειρογράφων γραφῆς ἀμομφητονδετινατον.

Greek Monotonic

ἀμόμφητος: -ον = ἀμεμφής, σε Αισχύλ.