ἀμμότροφος: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(big3_3) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que se cría en la arena]]de una planta <i>AP</i> 4.1.20 (Mel.). | |dgtxt=-ον<br />[[que se cría en la arena]]de una planta <i>AP</i> 4.1.20 (Mel.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμμότροφος:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που μεγαλώνει στην άμμο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A growing in sand, AP4.1.20 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμότροφος: -ον, ὁ φυόμενος καὶ αὐξανόμενος ἐν τῇ ἄμμῳ, Ἀνθολ. Π. 4. 1, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se nourrit ou croît dans le sable.
Étymologie: ἄμμος, τρέφω.
Spanish (DGE)
-ον
que se cría en la arenade una planta AP 4.1.20 (Mel.).
Greek Monotonic
ἀμμότροφος: -ον (τρέφω), αυτός που μεγαλώνει στην άμμο, σε Ανθ.